πλουμί

πλουμί
το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α
κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα
μσν.-αρχ.
κεντητό εργόχειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. -ίδι (πρβλ. στολ-ίδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλουμάκι — το / πλουμάκιον, ΝΑ [πλουμίον/πλουμί] νεοελλ. διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, πλουμί αρχ. κεντητό εργόχειρο …   Dictionary of Greek

  • πλουμίδι — πλουμίδι, το και πλουμί, το στολίδι κεντητό ή ζωγραφιστό, ποίκιλμα, αλλιώς ξόμπλι, το: Έπαρε, πέρδικα, πλουμί κι εσύ τρυγόνα, πάσο (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινοπλουμόχειλος — κοκκινοπλουμόχειλος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + * πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, λεπτό χειλος] …   Dictionary of Greek

  • πλουμίδι — το, Ν βλ. πλουμί …   Dictionary of Greek

  • πλουμίκιον — τὸ, Α το πλουμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουμίον] …   Dictionary of Greek

  • πλουμερός — ή, ό, Ν ο γεμάτος κεντήματα και στολίδια, πλουμάτος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουμί(ον) + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”